- εὐλογητός
- εὐλογητόςblessedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευλογητός — ή, ό (ΑΜ εὐλογητός, ή, όν) [ευλογώ] ο άξιος ευλογίας, αυτός τον οποίο πρέπει να ευλογεί, να δοξάζει, να υμνεί κάποιος (α. ἐνεργῶν τὰ εὐλογητὰ ἐν τῷ κατ ἀρετὴν ζῆν», Ευστ. β. «εὐλογητὸς ὁ θεός», Θ. Λειτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευλογητό(ν) η… … Dictionary of Greek
ευλογητός — ή, ό ο άξιος ευλογίας, ο δοξαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλογητά — εὐλογητός blessed neut nom/voc/acc pl εὐλογητά̱ , εὐλογητός blessed fem nom/voc/acc dual εὐλογητά̱ , εὐλογητός blessed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητόν — εὐλογητός blessed masc acc sg εὐλογητός blessed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητοί — εὐλογητός blessed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητοῦ — εὐλογητός blessed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητέ — εὐλογητός blessed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητή — εὐλογητός blessed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητήν — εὐλογητός blessed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητῷ — εὐλογητός blessed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)